Βαυκίδος

Βαυκίδος
Βαυκίς
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλημονίηα — τά, Α [Φιλήμων, ονος] (ενν. ἱερά) εορτές προς τιμήν τού Φιλήμονος, τού μυθικού ευσεβούς γέροντα τής Φρυγίας, συζύγου τής Βαυκίδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”